- πλουτοκράτης
- ο, θηλ. πλουτοκράτισσα, Ν1. αυτός που επικρατεί με τον πλούτο, που είναι ισχυρός επειδή διαθέτει περιουσία, κεφαλαιοκράτης2. αυτός που ανήκει στην τάξη τών πλουσίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + -κράτης (< κράτος), κατά το αριστο-κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πλουτοκράται, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.